- κοβαλίκευμα
- κοβᾱλ-ίκευμα, ατος, τό,A knavish trick, Ar.Eq.332 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοβαλίκευμα — κοβαλίκευμα, τὸ (Α) [κοβαλικεύω] πανούργο τέχνασμα («θράσει καὶ κοβαλικεύμασιν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κοβαλικεύμασι — κοβᾱλικεύμασι , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοβαλικεύμασιν — κοβᾱλικεύμασιν , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)